Βαρηκοΐα

  • Βαρηκοΐα από ιατρική άποψη είναι ένας όρος που δηλώνει την μερική ή την ολική απώλεια της ακοής.
    Διακρίνεται σε αγωγιμότητας, νευροαισθητήρια και μικτή βαρηκοΐα.
  • Για κάθε πρόβλημα θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο βαθμός βαρηκοΐας, η ηλικία του προβλήματος
    και ο τύπος της ακουστικής απώλειας.
  • Ο βαθμός βαρηκοΐας ορίζεται από ακουομετρικά κριτήρια.
  • Βαρήκοα λέγονται τα άτομα που παρότι δυσκολεύονται, ακούνε ομιλία με ή χωρίς τη χρήση ακουστικού
    (Παπαφράγκου, 1996).
  • Βαρήκοο παιδί είναι εκείνο που είτε φοράει ακουστικό είτε όχι, χωρίς να εμποδίζεται, δυσκολεύεται όμως
    στη πλήρη κατανόηση της γλώσσας 

Προσδιορισμός του βαθμού βαρηκοΐας Η ποσοτική εκτίμηση της ακουστικής ικανότητας, που προσδιορίζεται με την τονική ακουομετρία και εκφράζεται σε dB, χωρίζει τις βαρηκοΐες ανάλογα με τον ουδό της ακοής σε:

• Φυσιολογική ακοή: εάν η ακουστική οξύτητα βρίσκεται μεταξύ 0 - 20dB κοντά στο όριο του φυσιολογικού, η ακοή θεωρείται φυσιολογική. Υπάρχει κατανόηση της ομιλίας από απόσταση άνω των 6 μέτρων.

 • Ελαφριά βαρηκοΐα: εάν υπάρχει ελαφριά απώλεια ακοής 21 - 40dB, η ακουστική αυτή εξασθένιση δεν έχει καμία επιβλαβή συνέπεια για ένα κανονικό από διανοητικής απόψεως άτομο. Επισημαίνεται ενδεχομένως κάποια δυσκολία της ακοής της μακρινής ομιλίας. Υπάρχει κατανόηση της ομιλίας 4 – 6 μέτρα. Η περίπτωση αυτής της ακουστικής δυσλειτουργίας πρέπει να επισημανθεί το ταχύτερο δυνατό μέσα από μια επιτυχή διάγνωση. Η ακουστική οξύτητα πιθανόν να βελτιωθεί με τη χρήση ακουστικού, εάν η απώλεια πλησιάζει τα 40dB.

• Μέση βαρηκοΐα: υπάρχει ακουστική απώλεια 41 – 70dB. Σ’ αυτή περίπτωση γίνεται αντιληπτή από το άτομο μόνο η ισχυρής ένταση της φωνής. Τη μέση βαρηκοΐα μπορούμε να την διακρίνουμε:

 α) σε ήπια βαρηκοΐα (41 – 55dB). Ένα άτομο με αυτή την ακουστική ανεπάρκεια αντιλαμβάνεται τον συνομιλητή του εάν αυτός δεν απέχει περισσότερο από 1 - 2 μέτρα. Σε περίπτωση διαλογικής συζήτησης το βαρήκοο άτομο έχει απώλεια 50% των λεγόμενων, εάν οι φωνές των συνομιλητών του είναι αμυδρές, οι δε ομιλητές βρίσκονται έξω από το πεδίο της ορατότητας του.

β) Σε έντονη βαρηκοΐα (56 – 70dB). Στην περίπτωση αυτή η προφορική επικοινωνία και κάθε μορφής συζήτηση θα πρέπει να 19 γίνεται με ιδιαίτερο τρόπο, εφόσον παρατηρούνται χαρακτηριστικές δυσκολίες σε όλες αυτές τις μορφές επικοινωνίας.

 

 • Υψηλή βαρηκοΐα: υπάρχει ακουστική απώλεια 71 – 90dB. Ένα άτομο με υψηλή βαρηκοΐα πιθανόν ακούει μόνο δυνατή φωνή, που δεν απέχει περισσότερο από 0,25 μέτρα. Μπορεί επίσης να αναγνωρίζει ήχους του περιβάλλοντος, να διακρίνει τα φωνήεντα, όχι όμως τα σύμφωνα. Η χρήση ακουστικού είναι επιβεβλημένη.

 • Κώφωση: υπάρχει ακουστική απώλεια από 91dB και πάνω (Κρουσταλάκης, 2005). Λεπτομερέστερα, ανάλογα με το βαθμό απώλεια της ακοής, όπως προκύπτει από το μέσο όρο του κατώτατου ορίου της ακοής στις βασικές συχνότητες 500, 1000 και 2000 ΗΖ (ΡΤΑ) διακρίνουμε τις εξής επιμέρους κατηγορίες βαρηκοΐας σε παιδιά (Northern&Downs, 1978):

 

• 15-30 dB HL= ελαφριά (mild)

• 31-50 dB HL= μέτρια (moderate)

• 51-80 dB HL= σοβαρή (severe)

• 81-100 dB HL= πολύ σοβαρή (profound)

 • 100 dB HL+ = κώφωση (total deafness) Σύμφωνα με τον Boothroyd, στο διάστημα 101-105 δεν έχουμε ολική κώφωση, αλλά πολύ μειωμένα ακουστικά υπολείμματα. Οι αντίστοιχες κατηγορίες για τους ενήλικες είναι οι εξής (Roeser&Downs, 1988):

 

 • 10 μέχρι 26 dB HL= φυσιολογική

 • 27 μέχρι 40 dB HL= ελαφριά

• 41 μέχρι 55 dB HL= μέτρια

• 56 μέχρι 70 dB HL= μέτρια προς σοβαρή

• 71 μέχρι 90 dB HL= σοβαρή

• 91+ dB HL= πολύ σοβαρή 20

Η κώφωση βρίσκεται σε επίπεδα 95+ dB HL